Πρόκειται για μία σκιαγράφηση του πορτρέτου των ανθρώπων του δρόμου, που ζουν δίχως στέγη, στο πρόσωπο της Μόνας, μίας κοπέλας που βρίσκεται νεκρή ήδη από την αρχή της ταινίας. Θα τη γνωρίσουμε μέσα από τις διηγήσεις αυτών που την γνώρισαν και αναπόφευκτα θα γίνουμε και εμείς μάρτυρες της πορείας της.
Ο κριτικός κινηματογράφου Βασίλης Ραφαηλίδης έχει πει:
“Το φιλμ δομείται ως μια έρευνα γύρω απ’ το θάνατο της Μόνα, μιας συμπαθέστατης περιθωριακής που περιφέρεται ολομόναχη στο γαλλικό νότο. Η έρευνα προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα: από τι, και κυρίως γιατί, πέθανε η Μόνα; Απ’ το κρύο της φύσης, όπως λέει η αστυνομία, ή απ’ την παγωνιά των ανθρώπων, όπως αφήνει να εννοηθεί η Βαρντά; γιατί η Μόνα αρνείται την κοινωνία; Γιατί φέρεται σαν να μην υπάρχει καν ο κόσμος;
Φυσικά, ένα τέτοιο πλάσμα, τοποθετημένο στο περιθώριο της κοινωνίας, δεν μπορεί παρά να προκαλεί το θαυμασμό αλλά και το μίσος των βολεμένων, που συναντάει στην ατέρμονη πορεία του. Η Μόνα χρησιμοποιείται απ’ τη Βαρντά ως καταλύτης για να ενεργοποιηθεί αυτό το μίσος. Ωστόσο, το ίδιο πιθανό είναι η αιτία τού χαμού της Μόνα να βρίσκεται εντός της. Μπορεί η Μόνα να είναι μια τραγική ηρωίδα. Αλλά κι αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ. Η κακότητα του κόσμου, επί του προκειμένου των ανθρώπων που συναντά η Μόνα στη μονήρη πορεία της προς το θάνατο, θα παραμείνει μια «φυσική» κακότητα, και η «φυσική» καλοσύνη θα παραμείνει φυσικό και όχι κοινωνικό δεδομένο. Η Μόνα είναι ένα ον χωρίς προσωπική ιστορία, γιατί δεν υιοθετεί κανέναν ηθικό κώδικα: η φύση βρίσκεται εξ ορισμού πέραν της ηθικής.”
Η ταινία τιμήθηκε μεταξύ άλλων με Χρυσό Λιοντάρι και βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών στο Φεστιβάλ της Βενετίας, Cesar βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας και Βραβείο Ένωσης Κριτικών Λος Αντζελες καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Η Aνιές Bαρντά (Αγνή Βάρδα επί το ελληνικότερο, μιας και ο πατέρας της είναι Έλληνας) υπήρξε πρωτοπόρος του κινηματογράφου και μία απο τις καλύτερες και πιο σημαντικές σκηνοθέτριες όλων των εποχών. Είναι γνωστή ως "Η Γιαγιά της Γαλλικής Νουβέλ Βαγκ", βασική εκπρόσωπος αυτού του εμβληματικού γαλλικού κινηματογραφικού νέου κύματος - ακόμα περισσότερο του «κινήματος της Αριστερής Οχθης», παρέα με τον Αλέν Ρενέ και τον Κρις Μαρκέρ - κυρίως επειδή στις ταινίες της έδινε έμφαση στα εξωτερικά και χρησιμοποιούσε ερασιτέχνες ηθοποιούς.
Οι ταινίες της χαρακτηρίζονται ως «σινεγραφή», ο όρος δικός της, στηρίζονται στην ιδέα του δημιουργού και εμποτίζονται από χαρακτηριστικά του ντοκιμαντέρ και λογοτεχνικές αναφορές, αξιοποιώντας το συμβολισμό για να μιλήσουν για τις πιο ουσιαστικές μορφές της ζωής και της σκέψης, τον άνθρωπο και, συνήθως, τον άνθρωπο της καθημερινότητας ή του περιθωρίου. Η διασημότερη ταινίας της παραμένει το «Κλεό από τις 5 ως τις 7».
Έκανε ένα σινεμά φεμινιστικό δίνοντας συχνά σε γυναίκες κεντρικούς, πολύπλοκους και δυναμικούς ρόλους. Ιδρυσε ήδη από το 1977 τη δική της εταιρία παραγωγής, για να μπορεί να κάνει τα φιλμ της χωρίς οποιουδήποτε είδους έλεγχο, συμμετείχε στο «Μανιφέστο 343», το μανιφέστο που υπέγραψαν 343 γυναίκες το 1971 δηλώνοντας ότι είχαν κάνει έκτρωση όταν στη Γαλλία ήταν παράνομη. Έφυγε, στα 90 της χρόνια στις 29 Μαρτίου του 2019.
Καλή προβολή.
Sans Toit Ni Loi by Cinediadromes on Scribd