Σήμερα θα παρακολουθήσουμε την αμερικάνικη ταινία του Κώστα Γαβρά , “Το μουσικό κουτί” (Music Box - 1989). To “Μουσικό Κουτί” είναι ένα πολιτικό-κοινωνικό δικαστικό δράμα με πρωταγωνίστρια την Τζέσικα Λανγκ στο ρόλο της δυναμικής Αμερικανίδας δικηγόρου που υπερασπίζεται τον πατέρα της. Ο τελευταίος κατηγορείται για εγκλήματα που φέρεται να διέπραξε προ δεκαετιών στην Ουγγαρία, λίγο πριν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Το έργο περιστρέφεται γύρω από την προσπάθεια της δικηγόρου να αποδείξει την αθωότητα του πατέρα της και την αγωνία της να μάθει την αλήθεια που φοβάται ότι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτές τις κατηγορίες.
Ποιος είναι ο πατέρας μας; Ένας ήρωας φυσικά. Αλλά ταυτόχρονα και ένας άνθρωπος, καλός ή κακός.
Στο ρόλο του πατέρα, ο ανατολικογερμανός ηθοποιός Άρμιν Μίλερ-Σταλ που ασχολήθηκε με την κλασική μουσική και μετά με την ηθοποιία. Το 1977 χαρακτηρίστηκε “ανεπιθύμητο πρόσωπο” και μετανάστευσε στη δυτική Γερμανία όπου εμφανίστηκε στις ταινίες του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ “Λόλα” και “Βερόνικα Φος”. Στη συνέχεια μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου δυσκολεύτηκε να πάρει βίζα, καθώς τον υποπτεύονταν για πράκτορα της στάζι. Ο Άρμιν Μίλερ-Σταλ ήθελε να παίξει για τον Γαβρά από όταν είδε τον “Αγνοούμενο” και ο Γαβράς τελικά τον επέλεξε αν και αρχικά προσανατολιζόταν ανάμεσα στον Γουόλτερ Ματάου και τον Κερκ Ντάγκλας.
Τέλος, ο ηθοποιός που ενσαρκώνει το ρόλο του δικαστή είναι και στην πραγματικότητα δικαστικός στο επάγγελμα και είχε διακριθεί σε διάφορες σημαντικές υποθέσεις που απασχόλησαν την αμερικανική κοινή γνώμη -πολιτικές δίκες, αλλά και δίκες μαφιόζων. Ο Γαβράς τον προσέγγισε για να παίξει με ψευδώνυμο ως ηθοποιός επειδή το πρόσωπό του έχει ένα συμβολικό χαρακτήρα για τους Αμερικανούς και τον θεωρούν συνώνυμο του αδέκαστου δικαστή. Το πραγματικό του όνομα είναι James Zagel.
Το “Μουσικό κουτί” τιμήθηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ η Τζέσικα Λανγκ ήταν υποψήφια για Όσκαρ και για Χρυσή σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου.
Καλή προβολή.
Η "μελωδία" της μνήμης
του Λεωνίδα Κακάρογλου
(από τις εκδόσεις Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
αφιέρωμα στον Κώστα Γαβρά)
Κύριο όνομα των θλίψεων
Ενικού αριθμού
Μόνο ενικού αριθμού
Και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη
Κική Δημουλά, "Το λίγο του κόσμου"
Υπάρχουν ταινίες που αν και γεμάτες με έναν φορτωμένο ρητορικό λόγο διασώζονται, γιατί, ηθελημένα ή αθέλητα, κυκλοφορεί στο υπόστρωμα των εικόνων τους ένα θαυματουργό νερό που ξεπλένει τις “αμαρτίες” των δημιουργών τους.
Το “Μουσικό κουτί” είναι μία από αυτές. Δεύτερη ταινία του Γαβρά στις ΗΠΑ, σχεδόν αμέσως μετά το Betrayed (1988) με τους ίδιους βασικούς συνεργάτες. Τον Τζο Έστερχαζ στο σενάριο και στη συμπαραγωγή και τον Πάτριν Μπλοσέ στη φωτογραφία.
Το εγχείρημα μοιάζει με δίπτυχο για ένα θέμα που ενδιέφερε πάντα τον Γαβρά -τον ναζισμό και τα εγκλήματά του-, αλλά ως τότε δεν είχε επαρκώς ασχοληθεί μαζί του. Καλύτερα, “την αναβίωση του φασισμού και του ρατσισμού -γιατί αυτά τα δυο πάνε μαζί...”, όπως λέει σε μία συνέντευξη ο ίδιος.
Και στο μεν Betrayed ο φασισμός αναδύεται στον αμερικανικό Νότο, στη “βαθιά” Αμερική, ενώ στο “Μουσικό κουτί”δεσπόζει στην επιβλητική αίθουσα του δικαστηρίου, στις εντυπωσιακές επαύλεις, στο κέντρο και στην καρδιά της Αμερικής.
Η δεύτερη συνεργασία του Γαβρά με τον Έστερχαζ είναι πιο φιλόδοξη και εντυπωσιακή. Αν στο Betrayed όλα αυτά που γίνονται φαίνονται απωθητικά και τελείως μακρινά, στο “Μουσικό κουτί” η Ιστορία συμβαίνει “τώρα”! Η μνήμη που την ακολουθεί είναι ο παρελθών χρόνος, αποτυπωμένος σε μερικές μαυρόασπρες φωτογραφίες.
Μ' αυτό το δεδομένο, ότι δηλαδή όσο πιο κοντινό είναι ένα φρικτό γεγονός τόσο πιο απωθητικό γίνεται, στο πρώτο κιόλας τέταρτο της ταινίας ο Έστερχαζ έχει “χτίσει” μεθοδικά μια σειρά από κλισέ που οδηγούν την ταινία με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον εκτροχιασμό.
Η Αν Τάλμποτ είναι η νέα, όμορφη, διαζευγμένη δικηγόρος που ανατρέφει μόνη της τον μικρό γιο της. Ο Μάικλ Λάζο, ο πατέρας της, είναι ούγγρος πολιτικός πρόσφυγας που, από το 1953, όταν ήρθε στη γη της επαγγελίας, την Αμερική, δουλεύει σκληρά τόσο στο εργοστάσιο όσο και σπίτι να αναθρέψει την Αν και τον αδερφό της, αφού η γυναίκα του έχει πεθάνει νέα. Στη δεύτερη κιόλας σεκάνς της ταινίας, ο πατέρας της Αν έχει κατηγορηθεί από τις εφημερίδες ότι ήταν συνεργάτης των Ναζί με πλούσια εγκληματική δράση και ότι η κομμουνιστική κυβέρνηση της Ουγγαρίας ζητά την έκδοσή του.
Η Αν αναλαμβάνει να τον υπερασπιστεί αν και δεν έχει ασχοληθεί ως τότε με τέτοιες υποθέσεις...
Αυτό που χαρακτηρίζει αυτέ τις πρώτες πληροφορίες είναι η βαθιά λατρευτική σχέση Μάικ – Αν προς το μικρό παιδί. Τα άλλα πρόσωπα είναι τελείως τυπικά, ακόμα και ο αδερφός. Ο μόνος που “διασώζεται” είναι ο πρώην πεθερός μεγαλοδικηγόρος που από τη μία προσφέρει βοήθεια στην Αν, από την άλλη όμως τη γεμίζει ταραχή όταν τονίζει, κατηγορηματικά μάλιστα, στον μικρό εγγονό του ότι το Ολοκαύτωμα ήταν ένα ψέμα ή όταν υποστηρίζει, μάλιστα απευθυνόμενος στην ίδια την Αν, ότι ο Κλάους Μπάρμπι (ο επιλεγόμενος “Χασάπης της Λιόν”) δεν ήταν ένα ναζιστικό τέρας, αλλά ένας άνθρωπος όπως κι αυτοί.
Μ' αυτό το υλικό, η ταινία μοιάζει μετέωρη. Μια ακόμη καταγγελία των εγκλημάτων του Ναζισμού, ένας ψυχροπολεμικός λόγος για τον κομμουνισμό (είναι χαρακτηριστικό το ότι, μολονότι η ταινία διαδραματίζεται στο τέλος του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, με την πτώση του τείχους τκλ, μοιάζει να γίνεται στα 1960). Αυτό κατορθώνεται με τη μεθοδική απαλοιφή του παρόντος χρόνου. Δεν υπάρχουν τωρινές πληροφορίες για τον κόσμο. Οι εφημερίδες και η τηλεόραση μιλούν μόνο για τα εγκλήματα του Λάζλο, η πόλη κινηματογραφείται από ψηλά σαν μια οποιαδήποτε πόλη στο χρόνο, το εσωτερικό των σπιτιών είναι όλα εσωτερικά επαύλεων ή πλουσιόσπιτων που είναι γεμάτα έργα τέχνης. Ο χρόνος ενοποιείται με το χρόνο των θυμάτων της τραγωδίας που αφηγούνται στο δικαστήριο τις ιστορίες τους.
Σ' αυτόν τον απόντα και πανταχού παρόντα χρόνο (και στη θανατηφόρα και ενοχλητική μνήμη του), η Αν πρέπει να επέμβει, να τον σταματήσει, να αλλάξει τις μνήμες των θυμάτων με τη μνήμη του πατέρα της.
Ο Έστερχαζ, πιο κοντά στο κινηματογραφικό είδος που αποκαλούμε δικαστικό θρίλερ παρά στην κοινωνική καταγγελία, συναντά τον φιλελεύθερο Γαβρά που, πρόθυμος, περνά για μια ακόμα φορά το φωτοστέφανο του τυπικού ήρωα – μάρτυρα στην Αν. Κάτι που της ταιριάζει απολύτως. Νέα, όμορφη, χαμογελαστή και, προπάντων, έτοιμη να θυσιαστεί για το υπέρτατο αγαθό, την ελευθερία, έναντι οποιουδήποτε αντιτίμου.
Όλη η ταινία έχει θεατρική μορφή. Τα “εξωτερικά” ελάχιστα. Τα “εσωτερικά” είναι οι χώροι για τα κρυμμένα αισθήματα, για τις πράξεις που έγιναν ή δεν έγιναν. Η αίθουσα του δικαστηρίου είναι η ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου όπου οι μάρτυρες, μέλη ενός ατέλειωτου χορού, εξιστορούν τα πάθη τους. Και η Αν, η κορυφαία του χορού, θα οδηγηθεί στη θυσία...
Αυτό το συνεχές πήγαιν' – έλα της μνήμης είναι ένα λάιτ μοτίβ αδυσώπητο και θανατηφόρο. Όλοι θυμούνται τα εγκλήματα; Όλοι; Όχι. Η Αν θυμάται τη ζωή με τον πατέρα της, την αληθινή ζωή που φτάνει στα όρια ενός (ανομολόγητου;) πάθους.
Η ταινία αρχίζει με ένα χορό “ερωτευμένων”: η Αν και ο Μάικ. Σε κάθε συνάντησή τους η αγάπη επιβεβαιώνεται μέχρι τον οριστικό χωρισμό, όταν ο Μάικ ουρλιάζοντας λέει: “Δεν θέλω να χάσω το γιο μου”.
Σε μια ταινία καλώ προθέσεων, γεμάτη συναισθήματα, ο έρωτας απουσιάζει επιδεικτικά. Στη μοναδική σκηνή που η Αν βρίσκεται δίπλα σ' ένα άλλο άτομο, τον αντίπαλό της στο δικαστήριο, τον Μπερκ, όταν πηγαίνει να δημιουργηθεί μια ερωτική ατμόσφαιρα, η Αν την καταστρέφει. Οι μόνες στιγμές αφοσίωσης, αγάπης και (γιατί όχι;) ενός λανθάνοντος έρωτα είναι αυτές με τον πατέρα της.
Το μουσικό κουτί, σαν αντικείμενο, εκπέμπει μια μουσική μελωδία, ως επί το πλείστον μνήμης παρωχημένης. Εδώ γίνεται και το αντικείμενο κάθαρσης και λύτρωσης. Η μελωδία της μνήμης, αργά αργά, φανερώνει το μυστικό. Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη. “Όλα αυτά έγιναν, αλλά πρέπει να θυμόμαστε. Νοιάζομαι για τη μνήμη” λέει στην Αν ο Μπερκ, στην ερώτησή της γιατί κυνηγά έναν γέρο άνθρωπο.
Κι αν η μνήμη κυλά κι εναλλάσσεται σαν ρυάκι παγωμένου νερού, η ταινία η ίδια στοιχειώνεται από τα νερά. Όλα τα θύματα της τραγωδίας μιλάνε για το ποτάμι. Η Αν στα νερά του Δούναβη -κοκκινωπά στο ηλιοβασίλεμα- καθρεφτίζει το ταραγμένο βλέμμα της.
Δίπλα της παίζουν νέα παιδιά που δεν ακούν τις οιμωγές των θυμάτων. Ένας ατέρμων χρόνος τις έχει βυθίσει στο απέραντο πουθενά. Υπάρχουν ταινίες που, γεμάτες από τη ρητορική ενός πέτρινου λόγου, διασώζονται από ένα “Θαυματουργό” νερό που κυλάει στο υπόστρωμα των εικόνων τους. Ένας τραγουδιστός ήχος, ένα κελάρυσμα νερών στο μακρινό γαλάζιο. Όπως σ' αυτό που η Αν μόνη, αγκαλιά με το γιο της, σαν σε νεκρή φύση, αφήνει τη μακρινή αυτή μελωδία να σκεπάσει τη μελωδία του “Μουσικού κουτιού”.
Οκτώβριος 2002
music box by Cinediadromes on Scribd