Η ταινία είναι γέννημα της εποχής της, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Γυρίστηκε στο τέλος του εμφυλίου πολέμου στη Βοσνία, οποίος κράτησε από το 1992 έως το Δεκέμβριο του 1995.
Αφετηρία της είναι η ιστορία δύο αδερφικών φίλων (Μίλαν -Βόσνιος, χριστιανός- και Χαλίλ -Βόσνιος, μουσουλμάνος), που μεγάλωσαν μαζί στον “υπαρκτό σοσιαλισμό” του Τίτο και της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, την μετεξέλιξη τους σε στρατευμένους νέους στην υπόθεση της “εθνικής και θρησκευτικής” ολοκλήρωσης με το όπλο στο χέρι. Μιας υπόθεσης που χαρακτηρίζεται σαν τον δράκο στο βάθος του τούνελ, όπου καταλήγει η ομάδα των Σέρβων στρατιωτών, που αποτελούν και τα πρόσωπα που οδηγούν την ιστορία.
Στη πλούσια από αλληγορικές σκηνές ταινία, ο σκηνοθέτης δεν χαρίζεται. Με διεισδυτική και κυρίως δίκαιη ματιά, γεμίζει αίμα τα χέρια των υπευθύνων, από τα κομματικά στελέχη ως και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη ο τίτλος της ταινίας είναι παράφραση ενός εδαφίου της νουβέλας Voyage au bout de la nuit του συγγραφέα Louis-Ferdinand Céline, που περιέγραφε φλεγόμενα χωριά κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Τα γυρίσματα έγιναν σε φυσικό τοπίο στο Višegrad της Bοσνίας (Σερβικός τομέας) και κάποιες σκηνές έλαβαν μέρος σε μέρη όπου είχαν γίνει πραγματικές μάχες. Το 1996 στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης απέσπασε το βραβείο κοινού, ενώ στην πατρίδα του σκηνοθέτη, τη Σερβία έκοψε 800.000 εισιτήρια, που ισοδυναμούν με το 8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας!
Τι μπορεί να επιφέρει ένας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αδέλφια, φίλους αχώριστους; Ο Μίλαν, πρωταγωνιστής της ταινίας, σχολιάζει το γνωστό ρητό "ο πόλεμος βγάζει το καλύτερο και το χειρότερο στους ανθρώπους"… και αναρωτιέται: "ποιο είναι άραγε το καλύτερο;"
Καλή προβολή.