Σε αυτή μία παρέα, μία συμμορία νέων έχουν μόνο ένα αίτημα. Την ελευθερία. Ελευθερία πέρα από την κατανάλωση, τον κρατικό μηχανισμό, τις κοινωνικές συμβάσεις.
Δεν πρόκειται, τελικά, για εξαιρετικά συμπαθείς φιγούρες. Οι δύο άντρες και δύο γυναίκες της συμμορίας (που στη διάρκεια θα δεχτούν ακόμα ένα μέλος που θα παραμείνει "παρείσακτο") ρέπουν προς την παρανομία. Η τάση τους αυτή αναπόφευκτα θα τραβήξει τα βλέμματα του κράτους. Και πιο συγκεκριμένα… του παρακράτους στο πρόσωπο του μυστηριώδη ξανθού τύπου που τους παρακολουθεί.
Η ταινία έκανε τεράστια αίσθηση στην εποχή της, κόβοντας γύρω στα 100.000 εισιτήρια. Σαρώνει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και στα Κρατικά βραβεία.
Πρώτη φορά στο ελληνικό σινεμά παρακολουθούμε μία ιστορία ανθρώπων που ζούνε τελείως εκτός του συστήματος, αρνητές εξολοκλήρου της κοινωνίας και της ηθικής της. Η ορθολογική αφήγηση της ταινίας έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με το χασματικό και σχεδόν εξωπραγματικό περιεχόμενό της, ενώ η μουσική επένδυση του Χατζηνάσιου μας χαρίζει ένα από τα ωραιότερα και πλέον λυπητερά σάουντρακ ελληνικής ταινίας.
Το σπίτι όπου δρουν οι ήρωες διαμορφώθηκε εξολοκλήρου για τα γυρίσματα της ταινίας, πριν κατεδαφιστεί ένα μήνα μετά το τέλος των γυρισμάτων. Ο Τάκης Σπυριδάκης παίρνει το ρόλο που πριν είχε προταθεί στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Ο Κριτικός κινηματογράφου Αλέξης Δερμετζόγλου έχει πει ανάμεσα σε άλλα:
Ο Νικολαΐδης σκηνοθετεί μ’ έναν τρόπο στην κυριολεξία καθηλωτικό. Έχει την προσωπική του αντίληψη και άποψη για τη χρήση του μονόπλανου το οποίο συνέχεια «σπάζει» με εκπληκτικούς εσωτερικούς ρυθμούς. Το αφηγηματικό του στυλ πολύ κοντά σ’ ένα μεταγκονταρικό σινεμά περνάει μέσα από τις κινηματογραφικές αναφορές και «ανατροπές», για να φτάσει στα όρια τού «φανταστικού» σινεμά και του σουρεαλισμού. Μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα ο πολλαπλασιασμός του φιλμικού χρόνου στη συνάντηση στη φυλακή, η «ανατροπή» γνωστών μελοδραματικών κλισέ, οι αναφορές στον Μπουνιουέλ (νεκροφιλία), η σαρκαστική ματιά πάνω στο πορνό, η τεχνητή ανακοπή της απόλαυσης στη διάρκεια της ληστείας, και τόσα πολλά. Η “Γλυκιά Συμμορία” εμφανίζει μια εκπληκτική και ιδιόρρυθμη αντινομία: Αυτοί οι ήρωες δεν είναι δικοί μας άνθρωποι, δεν τους αναγνωρίζουμε δίπλα μας, αλλά αυτή η ταινία είναι πέρα για πέρα δική μας. Αυτές οι εικόνες δεν είναι δικές μας, αλλά «ξεκλειδώνουν» την μνήμη μας και ξεχειλίζουμε από κάθε κρυμμένο και χαμένο όνειρο, κάθε ψαλιδισμένη υπερηφάνεια, κάθε ανομολόγητο ευνουχισμό, κάθε ανεκπλήρωτη προσδοκία, που μας απώθησε τερατώδικα το σύγχρονο σύστημα ζωής και μια μη κατονομαζόμενη αόρατη εξουσία.”
Και κλείνουμε με λόγια του σκηνοθέτη:
“Λίγες ημέρες πριν από το γύρισμα της ταινίας, παρουσιάστηκαν μπροστά μου κάτι περίεργοι άγνωστοι που μοιάζαν όλοι με ξαδέρφια του Tσε Γκουεβάρα και μου είπαν: -“Δώσε μας να διαβάσουμε το σενάριο σου για να σου πούμε αν πρέπει να γυρίσεις αυτή την ταινία”. Εγώ φυσικά το έδωσα. Μετά από δυο ημέρες ήρθαν πάλι και μού είπαν-“Μας αρέσει. Μπορείς να γυρίσεις αυτό το σενάριο.” και γω το γύρισα.”
Καλή προβολή!